ψευδοφυματίωση

ψευδοφυματίωση
η, Ν
ιατρ. περιληπτική ονομασία νόσων που εμφανίζουν εικόνα πνευμονικής φυματίωσης, αλλά δεν οφείλονται στον βάκιλλο τού Κωχ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + φυματίωση. Η λ., στον λόγιο τ. ψευδοφυματίωσις, μαρτυρείται από το 1895 στον Γ. Αποστολόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψευδοφυματικός — ή, ό, Ν ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψευδοφυματίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + φυματικός] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοφυματιώδης — ες Ν [ψευδοφυματίωση] ψευδοφυματικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”